- λεβεντονιός
- ονέος λεβέντης: Ένας λεβεντονιός έσυρε το χορό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λεβεντονιός — ο, θηλ. ιά νέος με τα χαρακτηριστικά τού λεβέντη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεβέντης + νιος] … Dictionary of Greek
λεβεντόπαιδο — το λεβεντονιός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)